- ανεβαστός
- -ή, -ό1. αυτός που μεταφέρθηκε σε ψηλότερο επίπεδο, σηκωτός στα χέρια2. εκείνος που έχει ανέβει σε ψηλό σημείο«ανεβαστός στο δέντρο»3. (για ζύμη) αυτός που έχει ανέβει, έχει φουσκώσει«ψωμί ανεβαστό».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεβαστός — ή, ό ο ανεβασμένος: Ανεβαστός στην ταράτσα του σπιτιού τους σεργιάνιζε τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέβαστος — η, ο (για ζύμη ή ψωμί) αυτός που δεν έχει ανέβει, δεν έχει φουσκώσει ακόμη … Dictionary of Greek
αγουρανέβατος — και αγουρανέβαστος, η, ο (για ζύμη, ψωμί κ.λπ.) αυτός που ψήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί τέλεια ζύμωση, χωρίς να έχει «ανεβεί». [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ανεβατός και ανεβαστός] … Dictionary of Greek